αποβλώσκω

αποβλώσκω
ἀποβλώσκω (Α)
αποχωρώ, απέρχομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”